Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

Ιωσήφ Βαρδάκης: Έκατσα στην ουρά έξω από το Rizzoli για τη Χάισμιθ

Όσοι είχαν δει την πρώτη σκηνοθεσία του Ιωσήφ Βαρδάκη, “Ο Κύκνος”, το 1997, την θυμούνται ακόμα, καθώς υπήρξε από τις πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις εκείνης της χρονιάς. Ο Βαρδάκης είχε μόλις επιστρέψει από την Νέα Υόρκη,

μετά από σπουδές κινηματογράφου, θεάτρου, αμερικανικής και βρετανικής λογοτεχνίας. Έκτοτε δουλεύει αθόρυβα και συνεχώς, δημιουργώντας πετυχημένες παραστάσεις που συζητιούνται και διαρκούν. Από τις πιο δημοφιλείς το «Q.E.D. ή τι απέδειξε ο κύριος Φάινμαν» με τον Γιώργο Κοτανίδη και το πιο πρόσφατο «I Am My Own Wife” με τον Χάρη Αττώνη.

Με αφορμή την παράσταση  “Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο σασπένς”,που επανέρχεται στο Θέατρο 104,ο Ιωσήφ γράφει στο artplay.gr.

 

“Διάβασα για πρώτη φορά το «Ξένοι στο Τρένο» όταν ήμουν 20 χρονών. Ήταν μια περίοδος που διάβαζα τα πάντα, ό,τι μπέρδευε στα χέρια μου. Θυμάμαι πως – ενώ το διάβαζα – άρχισα να βλέπω εφιάλτες. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την Πατρίσια Χάισμιθ. Το βιβλίο ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό. Ξεπερνούσε κατά πολύ όποιο άλλο «αστυνομικό θρίλερ» είχα διαβάσει μέχρι τότε. Κοίταζε βαθιά μέσα στην ψυχολογία των ηρώων και με κάποιον περίεργο, ύπουλο τρόπο, έφερνε τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τις σκοτεινές πλευρές του ίδιου του τού εαυτού.

Αργότερα διάβασα τις «Ιστορίες για Μισογύνηδες» και τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ», κι έγινα από τους πιστούς οπαδούς της Χάισμιθ. Όταν σπούδαζα στην Αμερική, έκατσα στην ουρά έξω από το βιβλιοπωλείο Rizzoli, όπου υπέγραφε αντίτυπα του τελευταίου βιβλίου της Ριπλιάδας (το «Ο Ρίπλεϊ σε Βαθιά Νερά»). Δεν είχα λεφτά να το αγοράσω, ήθελα μόνο να τη δω. Έχω την εικόνα της, σκυμμένη πάνω από το τραπέζι που της είχαν βάλει, να υπογράφει. Θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε το ότι δε γινόταν «χαμός» από κόσμο.

Ξέρετε πως γίνεται με κάποιους καλλιτέχνες, που τους θεωρούμε «δικούς μας». Επειδή τους έχουμε «ανακαλύψει» πρώτοι από την παρέα μας, επειδή νοιώθουμε πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους «καταλαβαίνουμε», επειδή μας εμπνέουν μια εγγύτητα. Αυτή τη σχέση ένοιωθα πως είχα με την «Πατ». Έτσι όταν ο Παναγιώτης Χριστόπουλος μου πρότεινε ένα έργο / ψυχολογικό πορτρέτο της, ενθουσιάστηκα. Ανακάλυψα πως και ο Παναγιώτης ήταν φανατικός αναγνώστης της. Δεν υπήρχε καλύτερη δικαιολογία για να ολοκληρώσω την ανάγνωση και των υπόλοιπων βιβλίων της Ριπλιάδας (δεν είναι δικός μου ο όρος, έτσι αποκαλούν οι θαυμαστές της τη σειρά των βιβλίων του Ρίπλεϊ) και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια μου.

Από την αρχή θέλαμε να κάνουμε κάτι που να αποδίδει το σαρκαστικό της χιούμορ, αλλά και την παρανοϊκή της ματιά στην καθημερινότητα. Αυτό έκανε η Χάισμιθ: Έπαιρνε απλές, καθημερινές καταστάσεις και τις διάβρωνε για να φέρει στην επιφάνεια την δολοφονική δυνατότητα του καθενός. Και το έκανε με μεγάλο προσωπικό κόστος. Η παράνοια έφτασε να διαβρώσει και τη δική της ζωή. Όλα χρωματίζονταν από μια δυνατότητα εγκλήματος. Ζούσε απομονωμένη, έλεγε πάντα πως το σπίτι της ήταν γεμάτο κόσμο-τους ήρωες των μυθιστορημάτων της και δεν χρειαζόταν τη φυσική παρουσία άλλων ανθρώπων. Ήταν αλκοολική (πάντα φτηνό ουίσκι – το ακριβό το είχε για να κερνάει αν τυχόν και είχε κάποιον άνθρωπο στο σπίτι), κάπνιζε συνέχεια (πάντα Gauloises άφιλτρα) και είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για τις χελώνες και τα σαλιγκάρια.

Ήμασταν πολύ τυχεροί όταν η Ρούλα Πατεράκη ανταποκρίθηκε στην πρότασή μας, να ενσαρκώσει την Χάισμιθ. Μια ηθοποιός με την αντίληψη και το ταλέντο της, δίνει στην Πατ του έργου την ζωή που της αρμόζει. Όμως και με τους υπόλοιπους ηθοποιούς έχουμε σταθεί πολύ τυχεροί. Η Μαρκέλλα Γιαννάτου, δημιουργεί μια εξαιρετική αντίστιξη στην Χάισμιθ, όπως και τα αγόρια – ο Ευθύμης Γεωργόπουλος και ο Νίκος Μαυράκης – σε ρόλους ειρωνικών Ρίπλεϊ.

Ιωσήφ Βαρδάκης