Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

«Η εξουσία θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού»

Με αφορμή τον Μάκμπεθ που ανεβαίνει 4 Μαίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Εσπίριτου γράφει στο artplay.gr ένα προσωπικό σημείωμα για την « εξουσία που θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού», την « Τέχνη που είναι η ανάσα του κόσμου»

τον «ηθοποιό, το σπουδαιότερο στοιχείο μιας παράστασης, που από αφηγητής γίνεται πάσχων θεός» αλλά και για το ότι ο ίδιος ο «μέσω του θεάτρου προσπαθεί να φέρει την αλήθεια του στο φως».

“Στο σαιξπηρικό κείμενο, ο Μακμπέθ και η Λαίδη Μακμπέθ, υποκινούμενοι από άκρατη φιλοδοξία, δολοφονούν με ύπουλο τρόπο τον βασιλιά για να πάρουν τη θέση του. Στη δική μας εκδοχή τα πρόσωπα ακολουθούν την ίδια ακριβώς διαδρομή, με τη διαφορά ότι ζουν και αναπνέουν εκτός χωροχρονικού πλαισίου. Ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι τα δύο πρόσωπα είναι εγκατεστημένα σε ένα είδος καθαρτηρίου όπου αενάως επαναλαμβάνουν –σαν ένα άλλο σισύφειο μαρτύριο- τον φόνο που κάποτε διέπραξαν. Μέχρι την εκπλήρωση της επιθυμίας τους, το θέμα της αρπαγής του στέμματος επανέρχεται με εμμονή. Η πράξη του φόνου υποβιβάζει το ζεύγος Μακμπέθ στο επίπεδο του κτήνους. Τα ένστικτα κυριαρχούν, η διαύγεια της λογικής θολώνει και η συνείδηση φιμώνεται. Ακολουθούν οι τραγικές συνέπειες.

Αναλύοντας «φροϋδικά» τα κίνητρα του Μακμπέθ θα μπορούσαμε να υποθέσουμε την κοινωνική απαξίωση που προσλαμβάνουν, εφόσον είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν άτεκνοι. Πιθανόν με τη μανία της αναρρίχησής τους στο ύπατο αξίωμα να θέλουν να υποκαταστήσουν το ματαιωμένο γονεϊκό όνειρο. Ένα βαθύ σύμπλεγμα κατωτερότητος εξωθεί τον Μακμπέθ σε διαρκείς συγκρίσεις με τους άλλους οι οποίοι βρίσκονται –ή φαντάζεται ότι βρίσκονται- σε πλεονεκτικότερη θέση. Το ρήμα που χαρακτηρίζει τον ίδιο, αλλά και τη Λαίδη Μακμπέθ, είναι το ρήμα εποφθαλμιώ στο οποίο ουσιαστικά αναφέρεται η δέκατη εντολή.
Είναι όμως έτσι; Ο Μακμπέθ δεν είναι τελικά ένα πιόνι της Μοίρας η οποία προείπε ότι θα γίνει βασιλιάς; Και αν η Μοίρα είναι η υπεύθυνη για τα τεκταινόμενα, τότε τι ρόλο παίζει η περιβόητη ελευθερία της βούλησης; Ποιο είναι το νόημα της κόλασης αν δεν μπορείς να αποτρέψεις το πεπρωμένο;

Προσωποποιώντας την Εξουσία, θεωρώ πως είναι ο ύψιστος παράγων που θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού. Χειρίζεται τους υπηκόους της, ως πιόνια, μοιάζει με θανατηφόρο ασθένεια που μολύνει οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί της. Εξωθεί το θύμα της πέρα από κάθε νομιμότητα, πέρα από κάθε φραγμό και όριο, ο σκοπός είναι η διάπραξη κάθε εγκληματικής ενέργειας για την ικανοποίηση των σκοτεινών συμπλεγμάτων.

Με απασχολεί για ποιον λόγο τοποθέτησα τα δύο πρόσωπα του έργου στο «επέκεινα» και συνειδητοποιώ ότι πολλά από τα κείμενα που γράφω, θεατρικά έργα και μικρά διηγήματα, τοποθετούνται «κάπου αλλού», έξω από τις γνωστές χωροχρονικές συνθήκες. Θυμάμαι πως από παιδί με απασχολούσαν διαρκώς γνωστά, αλλά αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία είναι παλιά όσο ο άνθρωπος: Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε; Τι είναι η ζωή; Τι είναι ο θάνατος; Δεν γνωρίζω. Πολλές φορές, όμως, έχω την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μέσα σε έναν πλασματικό κόσμο. Ασφαλώς η ιδέα δεν είναι δική μου. Είναι πανάρχαια και έχει εκφραστεί από ποιητές, συγγραφείς, φιλοσόφους και μύστες, ότι δηλαδή ο κόσμος αυτός είναι όνειρο, μίμηση ιδεών, αυταπάτη, ψευδαίσθηση, ότι αποτελεί μεταβατικό στάδιο, ότι δεν είναι ο οριστικός.

Πιστεύω στην αποστολή του θεάτρου, αναρωτιέμαι αν θα ήταν δυνατόν η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο. Εν μέρει, το κάνει, ανέκαθεν το έκανε. Η Τέχνη είναι η ανάσα του κόσμου. Σκέφτομαι πως μάλλον είμαι επηρεασμένος από τον Διαφωτισμό και τον Ουμανισμό. Από τον Μεσσιανισμό, επίσης, όπως και από την ιδέα του φτωχού θεάτρου όπως εκφράστηκε από τον Γκροτόφσκι, πιθανόν και από την ψυχανάλυση και τη μεταφυσική.

Το σπουδαιότερο στοιχείο μιας παράστασης είναι ο ηθοποιός. Στην αρχή των προβών μοιάζει με αυτόπτη μάρτυρα και αγγελιοφόρο ενός γεγονότος που δεν τον αφορά προσωπικά. Με την πάροδο του χρόνου όμως, μεταπλάθει την πληροφορία σε προσωπική εμπειρία την οποία μεταφέρει στον θεατή με το σώμα, τη νόηση και το συναίσθημά του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το μήνυμα είναι ο ίδιος ο ηθοποιός. Από αυτόπτης μάρτυρας και αγγελιοφόρος μετουσιώνεται σε φορέας ενός μαρτυρίου, από αφηγητής γίνεται πάσχων θεός.

Η τέχνη του θεάτρου καλεί τον ηθοποιό σε μία μετάβαση από τον εαυτό του σε κάτι άλλο, σε κάτι που ο ίδιος δεν είναι. Αυτό απαιτεί μια εσωτερική κάθοδο. Η κάθοδος συνιστά πάντοτε δύσκολο εγχείρημα. Βεβαίως η τροπή που έχει πάρει το κατεστημένο θέατρο, όχι μόνον δεν επιτρέπει τέτοιου είδους εγχειρήματα, αλλά τα υπονομεύει και τα χλευάζει. Ζούμε από τη μία την αποθέωση της τεχνικής που αποτελεί λογική διαδικασία και από την άλλη την υπόγεια προπαγάνδα ότι ο ηθοποιός δεν είναι παρά διασκεδαστής. Δεν δέχομαι για τον ηθοποιό αυτή την ιδιότητα. Όσον αφορά στην τεχνική είναι απαραίτητη, αυτό εννοείται. Διευκολύνει την έρευνα, ενορχηστρώνει τα στοιχεία. Η τεχνική ανοίγει την πόρτα προς την έμπνευση, αλλά δεν είναι η έμπνευση. Το φως και το σκοτάδι ως συμβολικές έννοιες έχουν παραμεριστεί. Ακόμα και το επί σκηνής γυμνό σώμα δεν αποτελεί έκθεση, δεν συντάσσει στην αντίληψη του θεατή κάποιο νόημα. Γίνεται αντιληπτό ως στοιχείο μιας υποβόσκουσας πορνογραφίας.

Μέσω του θεάτρου προσπαθώ να εκφράσω μία προσωπική αλήθεια. Να φέρω την αλήθεια μου στο φως. Το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο, γύρω μου και μέσα μου ορθώνονται πάρα πολλά εμπόδια που τείνουν να πνίξουν κάθε διάθεση για την σκηνική άρθρωση αυτής της αλήθειας. Θα επιμένω ωστόσο, μέχρι το τέλος. Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς”.

Θεόδωρος Εσπίριτου