Metamanias Κινηματογράφος

Birdman: Μια άλλη προσέγγιση για τις … μάσκες

Birdman (or The Unexpected Virtue of Ignorance) by Alejandro G. Iñárritu. Γράφει ο Δημήτρης Κεχρής.


Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας αντικρίζουμε τον Riggan Thomson (Michael Keaton), έναν ξεπεσμένο star ταινιών με υπερήρωες, να υπερίπταται κατά τη διάρκεια διαλογισμού. Το στοίχημά του είναι να καταφέρει να ξαναπετάξει, ήτοι να ανακτήσει την αναγνώριση κοινού και κριτικών, βουτώντας πια στα βαθιά νερά του ποιοτικού θεάτρου και αψηφώντας αντικειμενικές δυσκολίες και υποκειμενικού χαρακτήρα εμπόδια που προέρχονται είτε από τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του είτε από τον ευαίσθητο ψυχισμό του, που βρίσκεται σε μια εύθραυστη ισορροπία. Και το στοίχημα της ταινίας είναι να προσεγγίσει με διαύγεια και υψηλού επιπέδου στυλ την ουσία των διακυμάνσεων που λαμβάνουν χώρα στην πορεία των φιλοδοξιών εντός ενός αδηφάγου συστήματος.

Ο Iñárritu, καθοδηγώντας με σκηνοθετική μαεστρία τους εύστοχα επιλεγμένους ηθοποιούς του, αναδεικνύει, μέσα από απλά περιστατικά, με ευθύτητα και αμεσότητα, κεντρικής σημασίας ζητήματα που ταλανίζουν τον κόσμο του θεάματος (ο ναρκισσισμός, η διασημότητα, η καλλιτεχνική συνέπεια ενός δημιουργού, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην τέχνη και την υποκουλτούρα, καθώς και η εμπορική διάσταση αυτών) και μάλιστα στη διαπλοκή τους με τους λαβυρίνθους των διαπροσωπικών σχέσεων (γάμος, έρωτας, εξαρτήσεις, ίντριγκες, εμπάθεια, συμπλέγματα).

Ο Michael Keaton, έχοντας περάσει και ο ίδιος από ένα τούνελ παρεμφερές με του χαρακτήρα που υποδύεται, ενσαρκώνει με πάθος και τρυφερότητα την ταλάντωση ενός ανθρώπου ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις του υπερεγώ και την αγωνία της επερχόμενης κατάρρευσης, ανάμεσα στη ματαιοδοξία και την επίγνωση των αδυναμιών του στο φόντο ενός λανθάνοντος νευρικού κλονισμού. Γύρω του, πλάι του, απέναντί του ο Edward Norton, απολαυστικός και (αυτο)σαρκαστικός στο ρόλο ενός ανασφαλούς, αλαζόνα, αλκοολικού αλλά και ειλικρινούς και αυστηρά μεθοδικού ηθοποιού, η Amy Ryan, ως εν διαστάσει σύζυγος του και ο Zach Galifianakis, ως παραγωγός του να λειτουργούν σαν φωνές της λογικής και η πέτσινη Emma Stone, ως παραμελημένη και μέχρι πρότινος τοξικοεξαρτημένη κόρη του, να τον φέρνει αντιμέτωπο με σκληρές αλήθειες.

Αυτό όμως, που πραγματικά απογειώνει την απόπειρα του Iñárritu είναι η μαγική φωτογραφία του αριστοτέχνη Emmanuel Lubezki, που δημιουργεί με αιθέριο τρόπο την αίσθηση ότι όλη η ταινία έχει γυριστεί με μία λήψη, καθώς από την αρχή μέχρι το τέλος ενοποιεί με απαράμιλλη αρμονία όλες τις σκηνές, με την κάμερα να κινείται εν είδει χορογραφίας ανάμεσα σε στενά σοκάκια και διαδρόμους, ταράτσες και ουρανοξύστες, καμαρίνια και πολυπληθείς πλατείες και δρόμους, χωρίς ανάσα! Η κάμερα του Lubezki είναι ζωντανή, αναπνέει με το ρυθμό του κεντρικού χαρακτήρα, ακολουθεί την κλιμάκωση των συναισθημάτων του. Ο Lubezki συνδέει οργανικά την παράσταση που δίνουν οι ηθοποιοί για το φακό με την παράσταση που δίνουν οι χαρακτήρες για το θέατρο, έτσι ώστε να νιώθει κανείς ότι το ευφάνταστο οπτικό του παιχνίδι δεν είναι απλά άσκηση εντυπωσιασμού, αλλά υπηρετεί τις ανάγκες του περιεχομένου.

Με τη συμβολή, μάλιστα, των jazz ρυθμών στη μουσική επιμέλεια της ταινίας προστίθεται μια ακόμα πινελιά σε μια φόρμα που, ενώ είναι αυστηρά οργανωμένη, δείχνει απελευθερωτικά αυτοσχεδιαστική.

Από μια ευφυή μίξη κωμικών και τραγικών στοιχείων, ο Iñárritu παραδίδει μια γλυκιά, διανοητικά και συναισθηματικά γεμάτη προσέγγιση σχετικά με «τη μάσκα που ο καθένας κρύβει κάτω από τη μάσκα που φορά ».

Φωτογραφία εξωφύλλου: HitFix.com